- ουζάδικο
- τοκατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και μεζέδες, ουζοπωλείο, ουζερί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο + κατάλ. -άδικο (πρβλ. φαγ-άδικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουζερί — το ουζάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο, κατά τα γαλλ. confiserie, patisserie, rotisserie κ.λπ.] … Dictionary of Greek